ευλαβούμαι

ευλαβούμαι
(ε) μετ. уважать (чьи-л. права, обычаи и т. п.), почитать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευλαβούμαι" в других словарях:

  • ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς …   Dictionary of Greek

  • εὐλαβοῦμαι — εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… …   Dictionary of Greek

  • εξευλαβούμαι — ἐξευλαβοῡμαι, έομαι (Α) [ευλαβούμαι] παίρνω μεγάλες προφυλάξεις για να αποφύγω ένα κακό («ἐξευλαβοῡνται μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • επευλαβούμαι — ἐπευλαβοῡμαι, έομαι (Α) διστάζω, φυλάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευλαβούμαι «προσέχω, φυλάγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ευλάβομαι — εὐλάβομαι (Μ) σέβομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. μεταπλασμένος τ. τού ευλαβούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ευλαβώ — εὐλαβῶ, έω (Μ) μτγν. τ. ως ενεργ. τού εὐλαβοῡμαι* σέβομαι, τιμώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • θεοβλαβούμενος — η, ο αυτός που ευλαβείται τον θεό, ο θεοφοβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ευλαβούμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ευλαβούμαι, με σίγηση τού προτονικού αρχικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατευλαβούμαι — κατευλαβοῡμαι, έομαι (Α) δειλιάζω, διστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐλαβοῦμαι «σέβομαι, φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • νεμεσίζομαι — (ΑΜ, Α σπαν. το ενεργ νεμεσίζω) [νέμεσις] φοβούμαι, ευλαβούμαι κάποιον («τοὺς δὲ Αἰγύπτιον αὐτὸν εἰρηκότας οὐ νεμεσίζομαι», Τζέτζ.) αρχ. 1. οργίζομαι με κάποιον, αγανακτώ («Ἥρῃ δ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (το ενεργ. μόνο στο λεξ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»